τελίσκω

τελίσκω
τελίσκω,
A = τελέω, τὸν ὅρκον GDI5075.23 (Crete, i B.C.); = Lat. perago, Dosith.p.434 K.; ἄγονον σπόρον . . τελίσκει makes the seed barren, Nic.Al.583 codd. plerique (but [full] τελέσκων is prob. cj. for τελέσχων in Id.Fr.74.10):—[voice] Pass., to be initiated, Berl.Sitzb.1927.169 ([place name] Cyrene); to be dedicated or offered,

εἰς τὰ . . ἱερὰ μετὰ θυσιῶν OGI90.32

(Rosetta, ii B.C.); τελισκόμενος an initiate, a ἱερόδουλος, LXX De. 23.17(18), Hsch., Phot. ([full] τελεσκόμενος Suid.); ταῦτα δὲ πάντα τελίσκεται καὶ γίνεται μεθ' ἡδονῆς are done, Vett. Val.241.1;

εὐσύνοπτα τὰ θνητῶν τελίσκεται Id.346.10

, cf. 354.16 (v.l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τελίσκω — και τελέσκω Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, κάνω, καθιστώ («ἄγονον σπόρον τελίσκει», Νίκ.) 2. παθ. τελίσκομαι και τελέσκομαι α) μυούμαι σε μυστήρια («τελίσκομαι εἰς τὰ ἱερὰ μετὰ θυσιῶν», επιγρ.) β) (γενικά) διδάσκομαι («οὐκ ἔσται τελισκόμενος ἀπὸ… …   Dictionary of Greek

  • συντελίσκω — Α μεταγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τελίσκω «αποπερατώνω» (< τέλος)] …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • τελέσκω — Α βλ. τελίσκω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”